-
1 δειδίσκομαι
δειδίσκομαι und δεδίσκομαι, nur praes. und imperf., vgl. δεικανάομαι, δείδεκτο, δείκνυμι, δέχομαι, δεξιός, δεξιτερός; bei Hom. = b egrüßen: Odyss. 20, 197 δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς; mit dem Becher begrüßen, zutrinken: Odyss. 18, 121 δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο; 3, 41 ἐν δ' οἶνον ἔχευεν χρυσείῳ δέπαϊ· δειδισκόμενος δὲ προσηύδα Παλλάδα; 15, 150 οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ δεξιτερῆφιν, χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λεί, ψαντε κιοίτην, στῆ δ' ἵππων προπάροιϑε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα. – Bei Apoll. Rh. 1, 558 = δείκνυμι, zeigen.
-
2 εγχεω
(aor. ἐνέχεα - эп. ἐνέχευα; pf. pass. ἐγκέχυμαι)1) вливать, наливать(οἶνον (ἐν) χρυσείῳ δέπαϊ и ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ - in tmesi, μέθυ δεπάεσσιν Hom.; φάρμακον Xen., Plut.; ὄξος ἔς τι Arph.; τὸ εἰς τέν τέφραν ἐγχεόμενον ὕδωρ Arst.)
ἐ. σπονδήν Arph. — наливать вино для возлияний;ἐ. ὕδωρ τινί Dem. или ἐ. τινι Luc. — наливать воды в водяные часы, т.е. дать кому-л. слово ( длительность судебных речей регулировалась по водяным часам);2) наливать, наполнять(φιάλην τινί Xen.; βαθὺν κρατῆρα Soph.)
3) всыпать, насыпать(ἄλφιτα δοροῖσιν Hom. - in tmesi)